O Γούντι Άλεν, μετά την αμερικάνικη «παρένθεση» του «Whatever Works», επιστρέφει στην Ευρώπη, όπου έχει βολευτεί επαγγελματικά τα τελευταία χρόνια λόγω των πρόθυμων παραγωγών, και το Λονδίνο, για μια ακόμα ερωτική κομεντί.
Η ταινία ακολουθεί δύο παντρεμένα ζευγάρια, τον Άλφι (Χόπκινς) και την Έλενα (Τζόουνς), και τη μοναχοκόρη τους Σάλυ (Γουότς) με το σύζυγό της Ρόι (Μπρόλιν), καθώς τα πάθη, οι φιλοδοξίες τους, και οι αγωνίες τους οδηγούν σε μπελάδες και παραλογισμούς. Ο Άλφι χωρίζει μετά από σαράντα χρόνια γάμου από την Έλενα θέλοντας να ξαναβρεί τη χαμένη του νεότητα και ερωτεύεται ένα call girl (Λούσι Παντς), ενώ η πρώην σύζυγός του βρίσκει παρηγοριά στις παράξενες συμβουλές ενός ψευτο – μέντιουμ (Κόλινς). Η Σάλι, δυσαρεστημένη με το γάμο της, αρχίζει να ερωτεύεται τον γοητευτικό Γκρεγκ (Μπαντέρας), αφεντικό της στη γκαλερί τέχνης που εργάζεται, ενώ ο Ρόι, μυθιστοριογράφος σε αναζήτηση έμπνευσης που περιμένει νευρικά την αντίδραση του εκδότη του στο τελευταίο χειρόγραφό του, μαγεύεται από τη μυστηριώδη νεαρή γειτόνισσά του Ντία (Πίντο), που μένει στο απέναντι διαμέρισμα.
Οφείλω να ομολογήσω ότι ανήκω σε αυτούς που δεν ενθουσιάζονται με τις πρόσφατες ταινίες του ιδιαίτερα παραγωγικού δημιουργού και που πιστεύουν ότι το Match Point ήταν υπερεκτιμημένο. Εδώ ο Άλεν επιστρέφει στο γνώριμο του Λονδίνο, που ευτυχώς αποφεύγει να δείξει τουριστικά (στη διεύθυνση φωτογραφίας ο παλαίμαχος Βίλμος Ζίγκμοντ του «Ελαφοκυνηγού»), για ένα ακόμα ερωτικό γαϊτανάκι. Από τις τίτλους ήδη της αρχής, όμοιους με αυτούς προηγούμενων ταινιών, με υπόκρουση το «When You Wish Upon A Star», εύκολα αντιλαμβανόμαστε ποιου σκηνοθέτη ταινία παρακολουθούμε. Υπάρχουν κι εδώ τα βασικά χαρακτηριστικά, όπως η χρήση παλιών τραγουδιών, η αφήγηση, οι έξυπνες ατάκες και οι αστείοι διάλογοι. Η ταινία ξεκινά καλά, με την αφήγηση σπιρτόζικη και την εισαγωγή των χαρακτήρων, και το καστ να στέκεται στο ύψος της – καλής του – φήμης. Ξεχωρίζουν η Γουότς, παρά τον μάλλον άχαρο ρόλο της, και η Λούσι Παντς, στο μόνο «γουντιαλενικό» ρόλο. Αν μη τι άλλο, ο σινεφίλ Άλεν ξέρει να διαλέγει ηθοποιούς, με μια έφεση βεβαίως στις ωραίες γυναίκες, όπως η Πίντο, που κάνει εδώ την πρώτη της εμφάνιση μετά το θρίαμβο του «Slumdog Millionaire».
Όμως η αίσθηση του déjà-vu δεν αργεί να σε καταλάβει, καθώς νιώθεις ότι παρακολουθείς κομμάτια από προηγούμενες ταινίες του φίλτατου Γούντι. Η δυσαρέσκεια είναι εντονότερη στο δεύτερο μισό και, κυρίως, στο σχεδόν βεβιασμένο (μήπως γιατί κοντεύουμε τα ενενήντα λεπτά;) φινάλε, όπου αποκομίζεις την αίσθηση ότι οι χαρακτήρες απλώς αφέθηκαν στη μοίρα τους, ενώ για κάποιους δευτερεύοντες δεν είσαι σίγουρος ούτε γι’ αυτό. Υπό άλλες συνθήκες αυτό θα μπορούσε να σήμαινε ένα πιθανό σίκουελ. (Σίκουελ; Ο Άλεν;;;).
Σε γενικές γραμμές πάντως, πρόκειται για μια ευχάριστη ταινία με γρήγορο ρυθμό, αρκετές κωμικές σκηνές, και έξυπνες ατάκες που θα ικανοποιήσουν τους «φαν» του Άλεν. Είναι σίγουρα δε καλύτερη από αρκετά πρόσφατα έργα του (ναι, για σας μιλάω «Anything Else», «Scoop», «Cassandra’s Dream», και «Whatever Works»!). Ας ελπίσουμε ότι η γαλλική πρωτεύουσα, όπου διαδραματίζεται η επόμενη ταινία του «Midnight In Paris», έχει φέρει στον 75χρονο σκηνοθέτη έμπνευση αντίστοιχη με την προηγούμενη φορά που είχε βρεθεί εκεί («Everyone says I Love You» – 1996).
[jwplayer mediaid=”15771″]